μονόπλευρα

μονόπλευρα
επίρρ.
1) односторонне; однобоко; 2) с одной стороны; на одну сторону, на один бок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μονόπλευρα" в других словарях:

  • μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… …   Dictionary of Greek

  • μονόπαντος — και μονόμπαντος, η, ο αυτός που γέρνει από τη μία πλευρά, μονόπλευρος. επίρρ... μονόπαντα και μονόμπαντα από τη μία μόνο πλευρά, γέρνοντας προς το ένα πλευρό, μονόπλευρα.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + (μ)πάντα «πλευρά, στρατιωτική μουσική»] …   Dictionary of Greek

  • μονόπλευρος — η, ο (ΑΜ μονόπλευρος, ον) αυτός που έχει μία μόνο πλευρά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός 2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος σπάνιο… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Μέμπιους, Άουγκουστ Φέρντιναντ — (August Ferdinand Mοbius, Σούλπφορντ, Σαξονία 1790 – Λιψία 1868). Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος. Το 1815 ξεκίνησε να διδάσκει αστρονομία στη Λιψία και από το 1844 υπήρξε διευθυντής του αστεροσκοπείου της ίδιας πόλης. Στο έργο Βαρυκεντρικός… …   Dictionary of Greek

  • μιγκέ — (κομβαλλαρία του Μαΐου). Ποώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), με ρίζωμα και βλαστό μονοστέλεχο, ύψους 10 20 εκ. Αυτοφύεται στα σκιερά ορεινά δάση της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Τσάμπερλεν — (Chamberlain). Επώνυμο 3 Άγγλων πολιτικών. 1. Τ. Τζότζεφ (1836 – 1914). Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο και με διάφορες βιομηχανικές επιχειρήσεις, που του απέφεραν τεράστια περιουσία. Το 1874 εγκατέλειψε τις επαγγελματικές του ασχολίες και… …   Dictionary of Greek

  • μονόπαντα — και μονόμπαντα επίρρ., από μια μόνο πλευρά, μονόπλευρα: Αποφασίζει για όλα εξετάζοντάς τα μονόπαντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»